- εκκαθαριστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην εκκαθάριση, που γίνεται ή συντελεί σε αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκκαθαριστικός — ή, ό που γίνεται για εκκαθάριση ή συντελεί σ αυτή: Εκκαθαριστικές στρατιωτικές επιχειρήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)